- πρωτοτύπως
- πρωτότυποςoriginaladverbialπρωτότυποςoriginalmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek
πρωτότυπος — η, ο / πρωτότυπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων, αρχέτυπο 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτότυπο το πρώτο που έγινε, το αρχέτυπο από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποτελεί απομίμηση… … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱՏԻՊ — (տպի, պաց կամ պից.) NBH 2 0398 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c, 12c ա.գ. ἁρχέτυπος, ον, πρωτότυπος, ον, πρότυπον originalis, le, pricipalis, le; exemplum, archetypus, primaevus եւ այլն: Սկզբնատիպ. նախանկար.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)